ευρυθμως

ευρυθμως
    εὐρύθμως
    1) размеренно, мерно
    

(εἰπεῖν Isocr.; συγκινεῖσθαι Plut.)

    2) изящно, красиво
    

(τιθέναι τὸν ἀγκῶνοι Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ευρυθμως" в других словарях:

  • εὐρύθμως — εὔρυθμος rhythmical adverbial εὔρυθμος rhythmical masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύρυθμος — η, ο (ΑΜ εὔρυθμος, ον) 1. (για μουσική ή λόγο) αυτός που έχει ωραίο, κανονικό ρυθμό 2. συμμετρικός, με αρμονική αναλογία τών μερών μσν. αρχ. (για πρόσωπα) ευπρεπής, κόσμιος αρχ. 1. καλά προσαρμοσμένος 2. (για τον σφυγμό) κανονικός 3. φρ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»